- συαγριόμορφος
- σῠαγρ-ιόμορφος, ον,A like a wild boar, prob. in Orph.A.979.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συαγριόμορφος — ον, Α όμοιος με σύαγρο* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό μορφος] … Dictionary of Greek